- κεδνός
- κεδνός, -ή, -όν (Α)1. (για πρόσ.) ενεργ.1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.)2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.)3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ φίλτατοι ἦσαν ἁπάντων», Ομ. Ιλ.)4. (για πράγμ.) (στον Όμ. μόνο στο ουδ. πληθ.) ειλικρινής, άδολος («κεδνὰ ἰδυῑα», Ομ. Οδ.)5. καλός, αγαθός, χρηστός («ἤθεα κεδνά», Ησίοδ.)6. πολύτιμος, εκτιμώμενος («κεδνάν χάριν», Πίνδ.)7. συνετός, φρόνιμος, σοφός («κεδνάς ἐφετμάς» — τις συνετές συμβουλές, Αισχύλ.)8. (για ειδήσεις) καλός, ευχάριστος9. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεδνόνευχάριστο νέο, χαρμόσυνο νέο («οὔπω τι κεδνὸν ἔσχον Ἀργείων πάρα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κήδομαι «φροντίζω», κῆδος (δωρ. κᾶδος), η άποψη αυτή όμως προσκρούει στο ε τού κεδνός αντί του ᾱ / η. Κατ' άλλη άποψη, ανάγεται σε *ked- «διευθετώ, τακτοποιώ» (πρβλ. κόσμος) και συνδέεται πιθ. με το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο kesameno, που όμως είναι αβέβαιο].
Dictionary of Greek. 2013.